ἁρπάξει

ἁρπάξει
ἁρπάζω
snatch away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἁρπάζω
snatch away
fut ind mid 2nd sg
ἁρπάζω
snatch away
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Ατθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Κραναού, βασιλιά της Αθήνας, που πέθανε παρθένα και έδωσε το όνομά της στην Ατθίδα ή Αττική χώρα. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως η Α. έκανε με τον Ήφαιστο έναν γιο, τον Εριχθόνιο, που ξαναπήρε τον θρόνο της Αθήνας,… …   Dictionary of Greek

  • Αϊδωνεύς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που την ωραία του γυναίκα Περσεφόνη θέλησε να αρπάξει ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους, με τη βοήθεια του φίλου του Θησέα. Όμως δεν το κατόρθωσαν και ο Α. έκλεισε τους δύο φίλους στον Άδη.… …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”